- νευρώνω
- (ΑΜ νευρῶ, -όω, Μ και νευρώνω) [νεύρον]παθ. νευρώνομαι, νευροῡμαι, -όομαιαποκτώ πολλά νεύραμσν.προσαρμόζω νευρά σε τόξομσν.-αρχ.ενισχύω, ενδυναμώνωαρχ.1. νευριάζω κάποιον2. (στον παθ. παρακμ.) νενεύρωμαια) έχω το πέος τεντωμένοβ) μτφ. (για συμφορά) έχω φθάσει σε κρισιμότατο σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.