νευρώνω

νευρώνω
(ΑΜ νευρῶ, -όω, Μ και νευρώνω) [νεύρον]
παθ. νευρώνομαι, νευροῡμαι, -όομαι
αποκτώ πολλά νεύρα
μσν.
προσαρμόζω νευρά σε τόξο
μσν.-αρχ.
ενισχύω, ενδυναμώνω
αρχ.
1. νευριάζω κάποιον
2. (στον παθ. παρακμ.) νενεύρωμαι
α) έχω το πέος τεντωμένο
β) μτφ. (για συμφορά) έχω φθάσει σε κρισιμότατο σημείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νευρωτικός — ή, ό 1. (για φάρμακο) αυτός που επιδρά στα νεύρα 2. αυτός που προξενεί νεύρωση 3. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευρωσικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotic < νευρώνω, κατά τον τύπο ναρκώνω ναρκωτικός] …   Dictionary of Greek

  • νευρώ — νευρῶ, όω (ΑΜ) βλ. νευρώνω …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”